Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπλέ
4 εγγραφές [1 - 4]
κομπλέ [komblé & komplé] Ε (άκλ.) : (προφ.) 1. που είναι πλήρης, συμπληρωμένος, κυρίως για κλειστούς χώρους ομαδικών συναθροίσεων: H αίθουσα είναι ~. 2. που έχει όλα του τα εξαρτήματα ή όλα του τα κομμάτια: Σερβίτσιο ~.

[λόγ. < γαλλ. complet]

κόμπλεξ το [kómbleks & kómpleks] Ο (άκλ.) : σύμπλεγμα κατωτερότητας, αίσθημα μειονεξίας: Είναι γεμάτη ~. Προσπαθεί να ξεπεράσει τα ~ του.

[λόγ. < αγγλ. complex < γερμ. Komplex ( [-éks] )]

κομπλεξάρω [kombleksáro & kompleksáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) κάνω κπ. να αισθανθεί μειονεκτικά, υπερτονίζοντας και προβάλλοντας προσόντα δικά μου ή άλλων, που αυτός δε διαθέτει.

[κόμπλεξ -άρω]

κομπλεξικός -ή -ό [kombleksikós & kompleksikós] Ε1 : για πρόσωπο που κατέχεται από κόμπλεξ ή για εκδηλώσεις που είναι αποτέλεσμα διάφορων κόμπλεξ: Είναι ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κομπλεξικός. Kομπλεξική συμπεριφορά.

[λόγ. κόμπλεξ -ικός απόδ. γαλλ. complexé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες