Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπέρ
1 εγγραφή
κομπέρ ο [kombér] Ο (άκλ.) : στην επιθεώρηση, ο ηθοποιός που εισάγει τα διάφορα νούμερα.

[λόγ. < γαλλ. compère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες