Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομμούνι το [komúni] & κουμμούνι το [kumúni] Ο44α : (προφ., υβρ.) ο κομμουνιστής.
[κομμουν(ιστής), κουμμουν(ιστής) υποκορ. -ι]
- κομμουνισμός ο [komunizmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομική θεωρία και σύστημα που πρεσβεύει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και των κοινωνικών τάξεων, ως τελικό στάδιο του μετασχηματισμού της κοινωνίας σε μια κοινωνία ισότητας: Σοβιετικός / κινεζικός / βαλκανικός ~. H κατάρρευση του κομμουνισμού, των κομμουνιστικών καθεστώτων.
[λόγ. < γαλλ. communisme (-isme = -ισμός)]
- κομμουνιστής ο [komunistís] Ο7 θηλ. κομμουνίστρια [komunístria] Ο27 : αυτός που ασπάζεται τις κομμουνιστικές ιδέες ή που είναι οπαδός του κομμουνιστικού κόμματος.
[λόγ. < γαλλ. communiste (-iste = -ιστής)· λόγ. κομμουνισ(τής) -τρια]
- κομμουνιστικός -ή -ό [komunistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κομμουνισμό ή που στηρίζεται στις αρχές του κομμουνισμού: Kομμουνιστικό κόμμα. Kομμουνιστικό μανιφέστο. Kομμουνιστική ιδεολογία / προπαγάνδα. || Kομμουνιστική Διεθνής.
κομμουνιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κομμουνιστ(ής) -ικός απόδ. γαλλ. communiste]
- κομμουνιστοσυμμορίτης ο [komunistosimorítis] Ο10 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι κυβερνητικοί σε μαχητή των αντάρτικων δυνάμεων κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) στην Ελλάδα.
[λόγ. κομμουνιστ(ής) -ο- + συμμορίτης]