Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομμίωση
1 εγγραφή
κομμίωση η [komíosi] Ο33 : ασθένεια ορισμένων φυτών, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική έκκριση κόμμεως.

[λόγ. κόμμι -ωσις > -ωση απόδ. νλατ. gummosis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες