Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομμάρα
1 εγγραφή
κομμάρα η [komára] Ο25α : (οικ.) αίσθημα κόπωσης, ατονία και γενική εξάντληση: Οι κομμάρες που αισθανόταν τελευταία οφείλονταν στην υπερβολική σωματική και πνευματική κόπωση.

[μππ. κομμ(ένος) του κόβω -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες