Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολοφώνιο το [kolofónio] Ο40 : (χημ.) το διαφανές κίτρινο στερεό υπόλειμμα από την απόσταξη της ρητίνης του πεύκου και των άλλων κωνοφόρων.
[λόγ. < νλατ. colophon(ium) -ιον (στη νέα σημ.) < λατ. colophonia ( [-p hὡnia] ) < αρχ. κολοφωνία (ενν. ῥητίνη) `ρητίνη της Κολοφώνας΄ (πόλης της Λυδίας)]