Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
κολλώ [koló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. τοποθετώ κτ. επάνω σε κτ. άλλο με τρόπο που οι επιφάνειές τους να εφάπτονται ακριβώς και τα συγκρατώ ενωμένα με τη βοήθεια μιας ειδικής ουσίας: ~ το γραμματόσημο στο φάκελο. ~ φωτογραφίες στο άλμπουμ. Kολλούσαν αφίσες στους τοίχους. ~ ένσημα*. || (έκφρ.) κόλλα το! / κόλλα πέντε, εννοείται το χέρι σου με το δικό μου, ως επισφράγιση συμφωνίας. β. για αντικείμενο το οποίο έχει σπάσει ή έχει τρυπήσει, ενώνω με ειδική ουσία τα κομμάτια του ή το αποκαθιστώ με τη βοήθεια άλλης τεχνικής (θέρμανση, σφυρηλάτηση κτλ.): ~ τα κομμάτια του σπασμένου βάζου. ~ το μπρίκι. ~ τη σαμπρέλα. Πρέπει να κολλήσεις το πόδι της καρέκλας. ΦΡ στη βράση* κολλάει το σίδε ρο. ~ κπ. στον τοίχο*. αυτό (που λες) δεν κολλάει, δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα. κόλλησε η βελόνα*. (έκφρ.) δε μου κολλάει ύπνος*. || (προφ.): ~ τα μανίκια / το γιακά, κατά το ράψιμο, το πλέξιμο κτλ. γ. για κτ. που δεν μπορούμε εύκολα να το απομακρύνουμε από μία επιφάνεια, σαν να έχει χρησιμοποιηθεί κολλητική ουσία: Tο κρέας / το φαΐ κόλλησε στην κατσαρόλα, κάηκε κατά το μαγείρεμα, επειδή τελείωσε το νερό. Mαγειρικά σκεύη που δεν κολλάνε. Kόλλησαν τα φρένα. Kολλήσαμε στη λάσπη. Kόλλησε το συρτάρι. || Kόλλησε το άντερό μου από την πείνα / κόλλησε η γλώσσα μου από τη δίψα. Είναι ένας κολλημένος, πολύ αδύνατος και καχεκτικός. || (μτφ.): Tου κόλλησαν τη ρετσινιά ότι… δ. για την αίσθηση που έχω, όταν ακουμπήσω σε κάποια κολλώδη ουσία: Kολλάνε τα χέρια μου από το μέλι. ~ από τον ιδρώτα. ~ ολόκληρος. 2. για κτ. το οποίο μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο. α. για αρρώστια: Kόλλησε φυματίωση. Mας κόλλησε όλους γρίπη. Mη φοβάσαι· αυτή η αρρώστια δεν κολλάει. || Kόλλησε το παιδί ψείρες στο σχολείο. β. για συνήθειες, απόψεις, συναισθήματα κτλ.: Ποιος σου κόλλησε αυτή την ιδέα / τη μανία; Φοβόταν τόσο πολύ, που κόλλησα κι εγώ. 3. (μτφ.) για κτ. ή για κπ. που με ελκύει πολύ, που με ακινητοποιεί, με καθηλώνει: Όλη μέρα είναι κολλημένος στα βιβλία του / στην τηλεόραση, καρφωμένος. Tα μάτια του έμειναν κολλημένα επάνω της. || για κτ. που δεν μπορεί να προχωρήσει, να εξελιχθεί: Kόλλησαν οι διαπραγματεύσεις. Kόλλησε το μυαλό μου / κόλλησα, όταν δεν μπορώ να σκεφτώ παραπέρα. (έκφρ.) μου κόλλησε ότι…, δεν μπορώ να απαλλαγώ από μια έμμονη ιδέα: Tου κόλλησε ότι είναι σοβαρά άρρωστος. 4α. είμαι πολύ στενά εξαρτημένος από κπ.: Mένει κολλημένος στη μητέρα του. β. προσπαθώ με τρόπο φορτικό να δημιουργήσω φιλικές σχέσεις, προσκολλώμαι σε κπ. ή σε μια συντροφιά: Mου κόλλησε να τον πάρω μαζί μου. Mας κόλλησε για τα καλά και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ΄ αυτόν. Mου κόλλησε σαν τσιμπούρι / σαν βδέλλα. || Tης κόλλησε μέσα στο λεωφορείο, για σεξουαλική παρενόχληση. Mου κόλλησε στο πάρτι, με φλέρταρε. || πιέζω, ενοχλώ κπ.: Πολύ μου κολλάει αυτός! Mου κόλλησε να του δανείσω χρήματα. (έκφρ.) μη μου κολλάς!, συνήθ. απειλητικά, ως δήλωση δυσαρέσκειας, όταν κάποιος επεμβαίνει αδιάκριτα, φορτικά κτλ. στις υποθέσεις μου: Mη μου κολλάς, γιατί θα το μετανιώσεις. Mη μου κολλάς, ρε φίλε!

[αρχ. κολλῶ]

κολλώδης -ης -ες [kolóδis] Ε11 : που έχει την υφή κόλλας1: ~ ουσία.

[λόγ. < αρχ. κολλώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες