Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλητός
1 εγγραφή
κολλητός -ή -ό [kolitós] Ε1 : 1. που έχει συνδεθεί με κτ. άλλο με συγκόλληση ή με επικόλληση: Kολλητό χερούλι / καπάκι. 2. που εφάπτεται σε κάποιο σημείο ή που βρίσκεται δίπλα δίπλα με κτ. άλλο: Tα σπίτια μας / τα δωμάτιά μας / τα γραφεία μας είναι κολλητά. || για ρούχο πολύ στενό, που εφαρμόζει απόλυτα στο σώμα: Kολλητό φόρεμα / παντελόνι / μπλουζάκι. 3. (μτφ.) Kολλητοί φίλοι, πολύ αγαπημένοι, που κάνουν στενή παρέα. || (προφ., ως ουσ.) ο κολλητός (μου) / η κολλητή (μου), ο καλύτερος φίλος μου: Σε ζήτησε ο ~ σου. κολλητά ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μου είναι ~ στο ταχυδρομείο.

[αρχ. κολλητός (2: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες