Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολιές
1 εγγραφή
κολιές ο [kolés] Ο13 : (προφ., σπάν.) κολιέ.

[κολιέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες