Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολεξιόν
1 εγγραφή
κολεξιόν η [koleksxón] Ο (άκλ.) : το σύνολο του έργου ενός δημιουργού μόδας, όπως παρουσιάζεται κατά σεζόν: Aνοιξιάτικη / καλοκαιρινή ~.

[λόγ. < γαλλ. collection]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες