Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολεκτιβισμός
1 εγγραφή
κολεκτιβισμός ο [kolektivizmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομικό σύστημα που αποδέχεται το θεσμό της κολεκτίβας.

[λόγ. < γαλλ. collectivisme < collectif (κατά τη ρωσ. σημ.: δες κολεκτίβα) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες