Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολεκτίβα
1 εγγραφή
κολεκτίβα η [kolektíva] Ο25α : γενικός χαρακτηρισμός μονάδων εργασίας στο σοσιαλιστικό σύστημα, στις οποίες εκλείπει η ατομική ιδιοκτησία, οι άνθρωποι παράγουν ανάλογα με τις ικανότητές τους και καταναλώνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους.

[λόγ. < ρωσ. kolektiv (στη νέα σημ.) < λατ. collectivus `συνολικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες