Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολαούζο
2 εγγραφές [1 - 2]
κολαούζο το [kolaúzo] Ο39 : (τεχν.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε (χαράζουμε) εσωτερικά σπειρώματα· σπειροτόμος.

[τουρκ. kιlavuz -ο (δες στο κολαούζος)]

κολαούζος ο [kolaúzos] Ο18 : 1. (λαϊκότρ.) ο οδηγός σε μια πορεία, αυτός που δείχνει το δρόμο. ΠAΡ Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει, για κτ. αυτονόητο και πασιφανές. 2. άνθρωπος φορτικός, προσκολλημένος σε κπ. συνήθ. ανώτερό του, που τον ακολουθεί πάντα και του προσφέρει τις υπηρεσίες του: Mου έχει γίνει ~. Ο ~ του τάδε.

[τουρκ. kιlavuz -ος (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ., με τροπή [ı > i > o] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες