Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολέγιο
2 εγγραφές [1 - 2]
κολέγιο το [koléjio] Ο40 : 1α. εκπαιδευτικό ίδρυμα μέσης ή ανώτερης βαθμίδας, κυρίως σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και στις HΠA. || Mπλούζα κολεγίου. β. ονομασία διάφορων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στοιχειώδους ή μέσης βαθμίδας. 2. (ειρ.) για χώρο ομαδικής διαβίωσης, όπου επικρατούν συνθήκες μεγάλης άνεσης και ελευθερίας, όπου έχουν χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα πειθαρχίας: ~ έχει γίνει ο στρατός.

[λόγ. < αγγλ. college (στη σημ. 1) < λατ. colleg(ium) `αδελφότητα, εταιρεία΄ -ιον κατά τη μορφή της λατ. λ.]

κολεγιόπαιδο το [kolejiópeδο] Ο41 : σπουδαστής κολεγίου, συνήθ. ειρωνικά για νεαρό με εμφάνιση και συμπεριφορά καθώς πρέπει, αρκετά όμως επιτηδευμένη.

[λόγ. κολεγιόπαις < κολέγι(ον) -ο- + αρχ. παῖς με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. παῖς > παιδί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες