Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολάν
3 εγγραφές [1 - 3]
κολάν το [kolán] Ο (άκλ.) : 1. το καλσόν. 2. παντελόνι ελαστικό, πολύ εφαρμοστό στο σώμα. || (ως επίθ.): Ένα ~ παντελόνι.

[λόγ. < γαλλ. collant (διαφ. το διαλεκτ. κολάνι `ζώνη΄ < τουρκ. kolan)]

κουλαντρίζω [kulandrízo] & κολαντρίζω [kolandrízo] Ρ2.1α : (προφ., λαϊκ.) με πειράγματα προκαλώ, ερεθίζω κπ.

[τουρκ. kulland(ι) γ' εν. αορ. του kullanmak `χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι - κοστούμι]

κουλάντρισμα το [kulándrizma] & κολάντρισμα το [kolándrizma] Ο44 : (προφ., λαϊκ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουλαντρίζω.

[κουλαντρισ- (κουλαντρίζω), κολαντρισ- (κολαντρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες