Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκότα
1 εγγραφή
κοκότα η [kokóta] Ο25α : (προφ.) γυναίκα που εκδίδεται, πόρνη: ~ πολυτελείας. κοκοτίτσα η YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. cocott(e) -α· κοκότ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες