Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκόνα
1 εγγραφή
κοκόνα η [kokóna] Ο25α : (παρωχ.) ως προσφώνηση ή χαρακτηρισμός: 1. (λαϊκότρ.) για κυρία, συνήθ. αρχοντικής καταγωγής. 2α. χαϊδευτικά, για γυναίκα και κυρίως κόρη. β. (ειρ.) για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια.

[ρουμ. cocoăna]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες