Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοκορεύομαι [kokorévome] Ρ5.2β : (προφ.) υπερηφανεύομαι για κτ. με τρόπο κραυγαλέο και ανόητο: Kοκορεύεται για τα πλούτη του / για τις κατακτήσεις του.
[κόκορ(ας) -εύομαι]