Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοκκυγικός -ή -ό [kokijikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον κόκκυγα: ~ μυς.
[λόγ. κοκκυγ- (δες κόκκυγας) -ικός απόδ. γαλλ. coccygien < ελνστ. κόκκυξ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. κοκκυγ- (δες κόκκυγας) -ικός απόδ. γαλλ. coccygien < ελνστ. κόκκυξ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |