Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκκυγικός
1 εγγραφή
κοκκυγικός -ή -ό [kokijikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον κόκκυγα: ~ μυς.

[λόγ. κοκκυγ- (δες κόκκυγας) -ικός απόδ. γαλλ. coccygien < ελνστ. κόκκυξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες