Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκέτης
1 εγγραφή
κοκέτα η [kokéta] Ο25 αρσ. κοκέτης [kokétis] Ο11 : αυτή που φροντίζει πολύ την εμφάνισή της, που της αρέσει να είναι πάντοτε περιποιημένη, είτε ως εκδήλωση φιλαρέσκειας είτε απλώς για προσωπική ευχαρίστηση.

[γαλλ. coquett(e) ή μέσω του ιταλ. cochetta· κοκέτ(α) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες