Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοκέτα η [kokéta] Ο25 αρσ. κοκέτης [kokétis] Ο11 : αυτή που φροντίζει πολύ την εμφάνισή της, που της αρέσει να είναι πάντοτε περιποιημένη, είτε ως εκδήλωση φιλαρέσκειας είτε απλώς για προσωπική ευχαρίστηση.
[γαλλ. coquett(e) -α ή μέσω του ιταλ. cochetta· κοκέτ(α) -ης]
- κοκεταρία η [koketaría] Ο25α : 1. η ιδιότητα της κοκέτας. 2. (πληθ.) εκδήλωση, συμπεριφορά που χαρακτηρίζει την κοκέτα.
[κοκέτ(α) -αρία]
- κοκετάρομαι [koketárome] Ρ6β & κοκεταρίζομαι [koketarízome] Ρ2.1β : φροντίζω πολύ την εμφάνισή μου.
[κοκέτ(α) -άρω, -αρίζω μέσο κατά το στολίζομαι]