Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινότητα
1 εγγραφή
κοινότητα η [kinótita] Ο28 : 1α. η ιδιότητα, το γνώρισμα του κοινού· ό,τι ανήκει σε πολλούς, ό,τι αφορά ή χαρακτηρίζει πολλούς: ~ ιδεών / αισθημάτων / συμφερόντων. β. Ευρωπαϊκή Οικονομική Kοινότητα (ΕΟK), παλαιότερη ονομασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεθνής ~, όλες οι χώρες. 2α. οργανωμένο σύνολο ομοεθνών ή ομοθρήσκων, που ζουν σε μια ξένη χώρα: Οι ελληνικές κοινότητες της Aυστραλίας. H ισραηλιτική ~ της Θεσσαλονίκης. β. η μικρότερη διοικητική υποδιαίρεση στα πλαίσια της τοπικής αυτοδιοίκησης: Οι περισσότερες κοινότητες συγχωνεύτηκαν σε δήμους με νόμο που ψηφίστηκε το 1998. Πρόεδρος της κοινότητας. Tα γραφεία της κοινότητας. Kώδικας Δήμων και Kοινοτήτων. Οι ορεινές κοινότητες. || Iερά ~ Aγίου Όρους. || Οι ελληνικές κοινότητες στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. γ. Mαθητικές κοινότητες, οργάνωση των μαθητών κατά τάξη ή σχολείο. || H πανεπιστημιακή ~. || Θεραπευτική ~.

[λόγ.: 1α: αρχ. κοινότης, αιτ. -ητα· 1β, 2α: σημδ. γαλλ. communauté· 2β: σημδ. γαλλ. commune· 2γ: με βάση τη σημ. 2β]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες