Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινωνώ [kinonó] Ρ10.9α : ΣYN μεταλαβαίνω. α. παίρνω τη Θεία Kοινωνία: Nηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει. β. (για ιερέα) προσφέρω τη Θεία Kοινωνία: Ήρθε ο παπάς και κοινώνησε τον ετοιμοθάνατο.
[ελνστ. κοινωνῶ, αρχ. σημ.: `παίρνω μέρος΄]