Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινωνικοποίηση
1 εγγραφή
κοινωνικοποίηση η [kinonikopíisi] Ο33 : 1. (ψυχ.) η διαδικασία με την οποία ένα άτομο εντάσσεται και ενσωματώνεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο: H προσχολική εκπαίδευση συμβάλλει στην ~ των παιδιών. 2. (οικον.) διαδικασία κατά την οποία τα οικονομικά αγαθά περνούν στον έλεγχο του κοινωνικού συνόλου διά μέσου αντιπροσώπων.

[λόγ. κοινωνικ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. & αγγλ. socialisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες