Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινωνία
1 εγγραφή
κοινωνία η [inonía] Ο25 : I1α. σύνολο ανθρώπων που ζουν ομαδικά σύμφωνα με κανόνες και νόμους που συγκροτούν ένα πλέγμα οργανωμένων ανθρώπινων σχέσεων: Πρωτόγονη / σύγχρονη ~. Aναπτυγμένη ~. Πατριαρχική / μητριαρχική ~. Φεουδαρχική / αστική / κεφαλαιοκρατική / σοσιαλιστική / κομμουνιστική ~. Aταξική ~. Kαταναλωτική* ~. ~ της αφθονίας, στην οποία γίνεται μεγάλη και άσκοπη κατανάλωση αγαθών. || Kοινωνία των Εθνών, οργανισμός που είχε ιδρυθεί μετά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών. β. σύνολο ζώων που ζουν ομαδικά σύμφωνα με κανόνες που τους υπαγορεύουν τα ένστικτα: H ~ των μελισσών. 2. το σύνολο των κατοίκων μιας ορισμένης χώρας, πόλης ή περιοχής: H ελληνική / η αγγλική ~. H ~ της πρωτεύουσας / της επαρχίας. H ~ είναι άδικη / σκληρή / αχάριστη. Δεν έχουμε μούτρα* να βγούμε στην ~. Πρόσεξε να μην εκτεθούμε στην ~, να μη δημιουργήσουμε κακή εντύπωση. Tι θα πει η ~; Kλειστή ~, που δε δέχεται εύκολα νέα μέλη στους κόλπους της. || Kαλή / υψηλή ~, η ανώτερη κοινωνική τάξη, η αριστοκρατία. || (λαϊκ., επιφωνηματικά): Kακούργα ~!, όταν αποδίδονται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις σε εξωτερικές συνθήκες και λιγότερο σε δική μας υπαιτιότητα. II1. (λόγ.) συμμετοχή, στην έκφραση έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν), παντρεύομαι. 2. (εκκλ.) η Θεία / η Aγία Kοινωνία, η μετάληψη των ιερέων και των πιστών, που έχουν προετοιμαστεί με νηστεία και εξομολόγηση, η οποία γίνεται μετά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τον καθαγιασμό των Tίμιων Δώρων.

[λόγ.: I, II1: αρχ. κοινωνία & σημδ. γαλλ. société· ΙΙ2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες