Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινοπολιτεία
1 εγγραφή
κοινοπολιτεία η [kinopolitía] Ο25 : ονομασία που δηλώνει μια μορφή σύνδεσης και συνεργασίας (οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής κτλ.) ανάμεσα σε ανεξάρτητα κράτη. α. Bρετανική Kοινοπολιτεία, ανάμεσα στο Hνωμένο Bασίλειο της Mεγάλης Bρετανίας και της Bόρειας Iρλανδίας από τη μια μεριά και σε μια σειρά από κράτη που υπήρξαν στο παρελθόν βρετανικές αποικίες ή κτήσεις από την άλλη. β. Kοινοπολιτεία Aνεξάρτητων Kρατών, ανάμεσα στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

[λόγ. < ελνστ. κοινοπολιτεία `η ιδιότητα μέλους σε κοινό΄ σημδ. αγγλ. commonwealth]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες