Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινοποίηση η [kinopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοινοποιώ, η έγγραφη γνωστοποίηση μιας απόφασης, μιας διαταγής κτλ. || επίδοση δημόσιου εγγράφου.
[λόγ. < μσν. κοινοποίησις < κοινοποιη- (κοινοποιώ) -σις > -ση]