Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλιοκήλη
1 εγγραφή
κοιλιοκήλη η [kiliokíli] Ο30 : (ιατρ.) κήλη που παρουσιάζεται στην κοιλιακή χώρα.

[λόγ. κοιλιο- + κήλη μτφρδ. γαλλ. hernie abdominale]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες