Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοιλάρφανος -η -ο [kilárfanos] Ε5 : (λαϊκότρ.) για κπ. που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί, όταν ακόμη ήταν στην κοιλιά της μάνας του.
[κοιλ(ο)- 2 + αρφαν(ός) -ος < ορφανός από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]