Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλάρφανος
1 εγγραφή
κοιλάρφανος -η -ο [kilárfanos] Ε5 : (λαϊκότρ.) για κπ. που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί, όταν ακόμη ήταν στην κοιλιά της μάνας του.

[κοιλ(ο)- 2 + αρφαν(ός) -ος < ορφανός από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες