Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοιλάδα η [kiláδa] Ο26 : πεδινό επίμηκες εδαφικό κοίλωμα το οποίο περιβάλλεται από βουνά: H ~ των Tεμπών. || ~ των δακρύων, στην εκκλησιαστική γλώσσα, η ζωή.
[λόγ. < αρχ. κοιλάς, αιτ. -άδα]