Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοζάρω
1 εγγραφή
κοζάρω [kozáro] Ρ6α : (λαϊκ.) α. κοιτάζω κπ. ή κτ. προσεκτικά. β. βλέπω ή διακρίνω κπ. ή κτ.· μπανίζω.

[κόζ(ι) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες