Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοζάρω [kozáro] Ρ6α : (λαϊκ.) α. κοιτάζω κπ. ή κτ. προσεκτικά. β. βλέπω ή διακρίνω κπ. ή κτ.· μπανίζω.
[κόζ(ι) -άρω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[κόζ(ι) -άρω]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |