Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοάξ κοάξ [koáks koáks] & κουάξ κουάξ [kuáks kuáks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου, συνήθ. και ως βρεκεκέξ κουάξ κουάξ.
[λόγ. < αρχ. κοάξ (ηχομιμ.)· κουάξ: ημιφωνοποίηση του φων. [o] πριν από [a] ]