Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κνήμη η [kními] Ο30 : (ανατ.) το τμήμα του ποδιού, τόσο του ανθρώπου όσο και των ζώων, που εκτείνεται ανάμεσα στο γόνατο και στους αστραγάλους: Οστά της κνήμης. || ονομασία του ενός από τα δύο οστά της κνήμης, σε αντιδιαστολή προς την περόνη.
[λόγ. < αρχ. κνήμη]