Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλότσος
2 εγγραφές [1 - 2]
κλότσος ο [klótsos] Ο18 : η κλοτσιά, στην έκφραση κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει, τυπική προεξαγγελία διήγησης παραμυθιού και στη ΦΡ είναι / τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου / από κλότσου κι από μπάτσου, για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό.

[μσν. κλότσος ίσως < υστλατ. *colcio (πρβ. λατ. calx `φτέρνα ζώου΄, ιταλ. calcio, ισπαν. coz `κλότσος΄) με μετάθ. του υγρού [l] ]

κλοτσοσκούφι το [klotsoskúfi] Ο44α : κυρίως για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν καθόλου και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό: Έχει γίνει ~.

[κλότσ(ος) -ο- + σκούφ(ος) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες