Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωσάω
1 εγγραφή
κλωσώ [klosó] & -άω Ρ10.1α μππ. κλωσημένος : για πτηνό και κυρίως για κότα, επωάζω με τη θερμοκρασία του σώματος. ΦΡ τα κλωσάω, καθυστερώ αδικαιολόγητα μια υπόθεση.

[μσν. κλωσσώ < κλώσσ(α δες στο κλώσα) -ώ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες