Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωνί
3 εγγραφές [1 - 3]
κλωνί το [kloní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κλωνάρι. 2. η κλωνιά.

[μσν. κλωνίν < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών]

κλωνιά η [kloná] Ο24 : (λαϊκότρ.) νήμα από στριμμένη κλωστή, κλωστή για ράψιμο.

[κλων(ί) -ιά]

κλωνισμός ο [klonizmós] Ο17 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνοποίηση.

[λόγ. κλών(ος) 2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες