Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλυδωνισμός ο [kliδonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του κλυδωνίζομαι. || (μτφ.): ~ της πολιτικής ζωής. Mέσα στους κλυδωνισμούς της ψυχής
[λόγ. < ελνστ. κλυδωνισμός]