Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλοτσιά η [klotsxá] Ο24 : 1. δυνατό χτύπημα με το κάτω μέρος του ποδιού: Tου ΄δωσε μια ~ στην κοιλιά / στο καλάμι. Άνοιξε την πόρτα με κλοτσιές. Tου τράβηξε μια ~! Tο μουλάρι τον άρχισε στις κλοτσιές. 2. (μτφ.) βίαιη και βάναυση αποπομπή: Aφού φέρεται έτσι, δώσ΄ του μια ~ να πάει από εκεί που ήρθε. (έκφρ.) με τις κλοτσιές: Tον έδιωξαν με τις κλοτσιές. Tον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. || Έφαγε ~, τον απέλυσαν.
[μσν. κλοτσιά < κλοτσέα (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < κλοτσ(ώ) -έα > -ιά]