Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλισέ το [klisé] Ο (άκλ.) : 1. ανάγλυφη πλάκα, συνήθ. μεταλλική, που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για την αναπαραγωγή κειμένων, εικόνων ή και ολόκληρων σελίδων. 2. (μτφ.) στερεότυπος τρόπος έκφρασης, συμπεριφοράς κτλ., που έχει καταντήσει κενός περιεχομένου από την υπερβολική χρήση: Φραστικά ~. H ομιλία του ήταν γεμάτη ~.
[λόγ. < γαλλ. cliché]