Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλινοστρωμνή η [klinostromní] Ο29 : (λόγ.) περιληπτική ονομασία για ό,τι χρησιμοποιείται στο κρεβάτι ως σκέπασμα, κάλυμμα κτλ., όπως σεντόνια, κουβέρτες, στρώματα, μαξιλάρια.
[λόγ. κλινο- 1 + αρχ. στρωμνή `στρώμα΄]