Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλιματισμός
1 εγγραφή
κλιματισμός ο [klimatizmós] Ο17 : σύνολο τεχνικών μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται σε έναν κλειστό χώρο η επιθυμητή θερμοκρασία και υγρασία, καθώς και ο καθαρισμός του αέρα: Σύστημα κλιματισμού. Εγκατάσταση κλιματισμού. Xάλασε / δε λειτουργεί ο ~. Tο αυτοκίνητο / το διαμέρισμα έχει / διαθέτει κλιματισμό.

[λόγ. κλιματισ- (κλιματίζομαι) -μός απόδ. γαλλ. climatisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες