Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλιμακώνω [klimakóno] -ομαι Ρ1 : 1. αυξάνω βαθμιαία και σταδιακά την ένταση και την ευρύτητα των ενεργειών ή των δραστηριοτήτων μου. ANT αποκλιμακώνω: Πρέπει να κλιμακώσουμε τις προσπάθειές μας. Kλιμακώνεται ο αγώνας. Ο πόλεμος κλιμακώθηκε. Kλιμακώνονται οι πολιτικές εντάσεις. 2. (επιστ.) για κατάταξη: Tο σύμπαν διαρθρώνεται και κλιμακώνεται κατά γένη και είδη.
[λόγ. κλιμακ- (δες κλίμακα) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. échelonner ή αγγλ. escalate]