Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλητήριος
1 εγγραφή
κλητήριος -ος / -α -ο [klitírios] Ε15 : (νομ.) κλητήριο θέσπισμα*. κλητήριο επίκριμα*.

[λόγ. κλητηρ- (δες κλητήρας) -ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες