Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληρονόμος
1 εγγραφή
κληρονόμος ο [klironómos] Ο18 θηλ. κληρονόμος [klironómos] Ο35 : 1. αυτός που απέκτησε ή πρόκειται να αποκτήσει κληρονομιά, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Φυσικός / νόμιμος ~. Δεν άφησε κληρονόμους. Παντρεύτηκε μια πλούσια κληρονόμο. || ~ του στέμματος / του θρόνου. 2. που συνεχίζει και διασώζει την παράδοση των προηγούμενων γενεών: Είμαστε οι κληρονόμοι του αρχαίου πολιτισμού.

[1: αρχ. κληρονόμος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. héritier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες