Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληροδότημα
1 εγγραφή
κληροδότημα το [kliroδótima] Ο49 : περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται με κληροδοσία, συνήθ. για κοινωφελείς σκοπούς: Nόμος / διάταξη που αφορά τα κληροδοτήματα.

[λόγ. κληροδοτη- (κληροδοτώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες