Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληροδοτώ
1 εγγραφή
κληροδοτώ [kliroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. με κληροδοσία. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν, κυρίως πνευματικό αγαθό, του οποίου δεν έχουμε την κυριότητα αλλά μόνο τη χρήση και το οποίο οφείλουμε να διατηρήσουμε για τους μεταγενεστέρους: H γλώσσα που μας κληροδότησε το παρελθόν. Tο θαυμαστό θέατρο που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.

[λόγ. < ελνστ. κληροδοτῶ (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες