Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληροδοσία
1 εγγραφή
κληροδοσία η [kliroδosía] Ο25 : 1. η παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων με διαθήκη σε κπ. χωρίς όμως αυτός να γίνεται κληρονόμος. 2. η διάταξη της διαθήκης που περιέχει την κληροδοσία, καθώς και το σχετικό δικαίωμα του κληροδόχου.

[λόγ. < ελνστ. κληροδοσία `διανομή κληρονομιάς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες