Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεφτός
1 εγγραφή
κλεφτός -ή -ό [kleftós] Ε1 : (κυρ. μτφ.) που γίνεται γρήγορα και κρυφά: Ρίχνω μια κλεφτή ματιά. Tου ΄δωσε ένα κλεφτό φιλί. κλεφτά ΕΠIΡΡ (έκφρ.) στα ~, χωρίς να γίνω αντιληπτός και με μεγάλη βιασύνη.

[μσν. κλεφτός < κλεπ- (κλέβω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες