Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεινός
1 εγγραφή
κλεινός -ή -ό [klinós] Ε1 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση κλεινόν άστυ*.

[λόγ. < αρχ. κλεινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες