Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδαράς
1 εγγραφή
κλειδαράς ο [kliδarás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά ή που επιδιορθώνει κλειδαριές: Kλειστήκαμε έξω και φωνάξαμε κλειδαρά να μας ανοίξει.

[κλειδαρ(ιά) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες